- ἐνυποκρίνομαι
- ἐνυπο-κρίνομαι [pron. full] [ῑ],A play the hypocrite,
τῷ νόμῳ LXX Si.36(33).2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῷ νόμῳ LXX Si.36(33).2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενυποκρίνομαι — ἐνυποκρίνομαι (Α) υποκρίνομαι σε κάτι, φέρομαι περιφρονητικά … Dictionary of Greek